Στη Τούρκικη γλώσσα το βοηθητικό ρήμα «έχω» δεν υπάρχει. Αντί αυτού χρησιμοποιείται το ρήμα υπαρκτός ή ανύπαρκτος. Δηλαδή όταν θέλουμε να πούμε στα Τούρκικα «έχω σπίτι» θα πούμε «το σπίτι μου υπαρκτό είναι». Επίσης το επίθετο υπαρκτός χρησιμοποιείται και το ρήμα «υπάρχω». Για να πούμε δηλαδή «είμαι στο σπίτι» στην ουσία θα πούμε «στο σπίτι υπαρκτός είμαι»
Var : υπαρκτό
Yok : ανύπαρκτο
evim var (έχω σπίτι)
evin var (έχεις σπίτι)
evi var (έχει σπίτι)
evimiz var (έχουμε σπίτι)
eviniz var (έχετε σπίτι)
evleri var (έχουν σπίτι)
evim yok (δεν έχω σπίτι)
evin yok (δεν έχεις σπίτι)
evi yok (δεν έχει σπίτι)
evimiz yok (δεν έχουμε σπίτι)
eviniz yok (δεν έχετε σπίτι)
evleri yok (δεν έχουν σπίτι)
evim var mı? (έχω σπίτι;)
evin var mı? (έχεις σπίτι;)
evi var mı? (έχει σπίτι;)
evimiz var mı? (έχουμε σπίτι;)
eviniz var mı? (έχετε σπίτι;)
evleri var mı? (έχουν σπίτι;)
===== Evet, evim var (Ναι, έχω σπίτι)
===== Hayır, evim yok (Όχι, δεν έχω σπίτι)
Για να πούμε «έχω ένα αυτοκίνητο» θα πρέπει να πούμε «σε μένα ένα αυτοκίνητο υπαρκτό είναι». Στο σημείο αυτό μαθαίνουμε την τοπική πτώση την οποία θα αναλύσουμε σε άλλο μάθημα. Το επίθημα της τοπικής πτώσης είναι -de, -da. Όταν η λέξη που παίρνει την τοπική πτώση λήγει σε f,s,t,k,ç,ş,h,p το επίθημα γίνεται -te, -ta.
Δηλαδή;
«έχω ένα αυτοκίνητο» / Bende bir araba var.
(σε μένα) (ένα) (αυτοκίνητο) (υπαρκτό)
«δεν έχω λεφτά» / Bende para yok.
(σε μένα) (λεφτά) (ανύπαρκτα)
Προσοχή !
Επειδή μιλάμε στο τρίτο πρόσωπο δεν υπάρχει το ρήμα «είμαι». Αν πάλι θέλουμε να τονίσουμε την πρόταση μας μπορούμε να προσθέσουμε το επίθημα –dır,-dir,dur,-dür.
Bende bir araba vardır.