Το «ki», δεν ακολουθεί τη φωνηεντική αρμονία, δηλαδή παραμένει ως «ki» ανεξάρτητα από το τελευταίο φωνήεν.
Προσοχή! Εξαιρούνται οι λέξεις που τελειώνουν με το φωνήεν «ü» όπου το «ki» μετατρέπεται σε «kü». Π.χ. « dünkü, bugünkü»
Χρησιμοποιείτε:
1) Για να παράγουμε χρονικά επίθετα από χρονικά επιρρήματα (πρέπει να ακολουθεί κάποιο ουσιαστικό):
Sabah – sabahki (πρωινό) geçen yıl – geçen yılki (περσινό)
Öğlen- öğlenki (μεσημεριανό)
Akşam- akşamki (βραδινό) önce- önceki (προηγούμενο)
Dün- dünkü (χθεσινό) sonra- sonraki (επόμενο)
Bugün- bugünkü (σημερινό) şimdi- şimdiki (τωρινό)
Yarın- yarınki (αυριανό) her zaman- her zamanki (παντοτινό)
Sabahki kahve çok güzeldi. (Ο πρωινός καφές ήταν πολύ καλός)
Akşamki filme gidelim mi? (Να πάμε στο βραδινό έργο;)
Sonraki otobüse biniyoruz. (Επιβιβαζόμαστε στο επόμενο λεωφορείο.)
Her zamanki garsona sipariş verdik. (Παραγγείλαμε στον παντοτινό σερβιτόρο)
2) To προσθέτουμε σε κτητικές αντωνυμίες και παραπέμπουμε σε ένα συγκεκριμένο αντικείμενο ή πράγμα (που μας ανήκει) το οποίο είχαμε αναφέρει προηγουμένως. Π.χ. Αν μας πει κάποιος «Το σπίτι μου είναι μικρό» (Benim evim küçük) και θέλουμε να πούμε «Και το δικό μου» χωρίς να αναφέρουμε ξανά «το σπίτι» (αφού είναι πλέον πλεονασμός ) θα πούμε «Benimki de»
Benim – benimki | (το δικό μου) |
Senin- seninki | (το δικό σου ) |
Onun- onunki | (το δικό του\της) |
Bizim- bizimki | (το δικό μας) |
Sizin – sizinki | (το δικό σας) |
Onların- onlarınki | (το δικό τους) |
3) Μαζί με την τοπική πτώση (–daki, -deki,-takı, -teki) χρησιμοποιούμε για να παράγουμε επίθετα που δηλώνουν τόπο. Ακολουθούνται πάντα από ένα ουσιαστικό και δεν δηλώνουν πρόσωπο και χρόνο.
Bahçedeki adam (Ο άνδρας που βρίσκεται στο κήπο)
Okuldaki öğrenci (Ο μαθητής που είναι στο σχολείο)
Evdeki oda (Το δωμάτιο που βρίσκεται στο σπίτι)
Adadaki ev (Το σπίτι που βρίσκεται στο νησί)
Sendeki kalp (Η καρδιά που βρίσκεται σε εσένα – η καρδιά που έχεις )
4) Τέλος χρησιμοποιείτε ως σύνδεσμος σε δευτερεύουσες προτάσεις και δεν κολλάει στην προηγούμενη λέξη . Είναι η πιο απλή μορφή για να μιλήσουμε ή να γράψουμε με δευτερεύουσα πρόταση. Μπορεί να μεταφραστεί ως «που…»
Bana öylesine yakın ki kardeşim kadar seviyorum. (Είναι τόσο κοντά μου που τον αγαπώ σαν τον αδελφό μου.)
Öyle çok güldü ki gözlerinden yaş geldi. (Γέλασε τόσο πολύ που ήρθαν δάκρυα από τα μάτια της.)
Μπορεί να χρησιμοποιηθεί όταν θέλουμε να δώσουμε έμφαση στο νόημα. Σε αυτή την περίπτωση δεν υπάρχει ακριβής μετάφραση στα Ελληνικά.
O hiç gülmedi ki! (Αυτός δεν γέλασε καθόλου!)
Onun ne suçu var ki! (Τι φταίει αυτός!)