Ρήματα E-İ

E

eğilmek σκύβω Adam kitabı almak için eğildi. (Ο άνδρας έσκυψε για να πάρει το βιβλίο)
eğitmek εκπαιδεύω Köpeğimi eğitiyorum (Εκπαιδεύω το σκύλο μου)
eğlenmek διασκεδάζω Dün barda eğlendik. (Χθες διασκεδάσαμε στο μπαρ)
eklemek προσθέτω Yemeğe tuz ekledim. (Πρόσθεσα αλάτι στο φαγητό)
ekmek φυτεύω Bahçeye gül diktim. (Φύτεψα τριαντάφυλλα στο κήπο)
ekşimek ξινίζομαι Tenceredeki yemek ekşidi. (Ξίνισε το φαγητό που ήταν στη κατσαρόλα )
el sıkışmak κάνω χειραψία İş adamları toplantı sonunda el sıkıştı. (Οι επιχειρηματίες έκαναν χειραψία στο τέλος της συνάντησης)
ellemek Πασπατεύωχουφτώνω Çocuk kediyi elledi. (Το παιδί πασπάτεψε την γάτα)
emeklemek μπουσουλώ Bebeğimiz emekliyor. (Το μωρό μας μπουσουλάει)
emmek θηλάζω Küçük kopek annesinden süt emmiyor. (Το μικρό σκυλάκι θηλάζει από τη μαμά του)
endişelenmek αγχώνομαι, ανησυχώ Senin için çok endişeleniyorum. (Ανησυχώ πολύ για εσένα)
ermek φτάνω, πετυχαίνω Sonunda muradına erdi! (Επιτέλους έφτασε στην επιθυμία του)
ertelemek αναβάλλω Işlerini erteleme! (Μην αναβάλλεις τις δουλειές σου)
esinlenmek εμπνέομαι Yönetmen bir kitaptan esinlendi. (Ο σκηνοθέτης εμπνεύστηκε από ένα βιβλίο)
esmek φυσώ Bugün rüzgar çok kuvvetli esiyor. (Σήμερα φυσάει πολύ δυνατά ο άνεμος )
esnemek χασμουριέμαι Derste esnemeyin! (Μην χασμουριέστε στο μάθημα)
etkilemek επηρεάζω Kız, genci etkiledi. (Το κορίτσι επηρέασε τον νέο)
evlenmek παντρεύομαι Eleni, Nikos ile evlendi. (Η Ελένη παντρεύτηκε με τον Νίκο.)
ezberlemek αποστηθίζω Bu şiiri ezberle! (Αποστήθισε αυτό το ποίημα)
ezmek ζουλώ Domatesleri ezip sos yaptım. (Ζούληξα τις ντομάτες και έφτιαξα σος)

F

fakirleşmek φτωχαίνω Ekonomik kriz nedeniyle birçok aile fakirleşti. (Πολλές οικογένειες φτώχυναν λόγο της οικονομικής κρίσης)
fark etmek Αντιλαμβάνομαι, προσέχω Özür dilerim sizi fark etmedim. (Συγνώμη δεν σας πρόσεξα)
fırlamak πετάγομαι Araba kullanırken bir çocuk aniden yola fırladı. (Όταν οδηγούσα ένα παιδί πετάχτηκε ξαφνικά στο δρόμο)
fotoğraf çekmek βγάζω φωτογραφία Doğada fotoğraf çekmeyi çok seviyorum. (Αγαπώ πολύ να βγάζω φωτογραφίες στη φύση)

G

gecikmek Καθυστερώ Özür dilerim randevuya gecikeceğim. (Συγγνώμη θα αργήσω στο ραντεβού)
geçinmek Κερδίζω τα προς τα ζην Geçinmek için hepimiz çalışıyoruz. (Δουλεύουμε όλοι για να τα βγάλουμε πέρα)
geçirmek Περνώ Zor günler geçiriyorum. (Περνώ δύσκολες μέρες)
geçmek Διέρχομαι, διασχίζω Köprüden geçiriyoruz. (Διασχίζω την γέφυρα)
gelişmek Εξελίσσομαι Son yıllarda hızla gelişiyoruz. (Τα τελευταία χρόνια εξελισσόμαστε με ταχύτητα)
geliştirmek Αναπτύσσω Bu programı geliştirmek için çalışıyoruz. (Προσπαθούμε να αναπτύσσουμε αυτό το πρόγραμμα)
gelmek Έρχομαι Sana geliyorum. (Έρχομαι σε εσένα)
gerçekleşmek Πραγματοποιούμαι Rüyalarımız sonunda gerçekleşti. (Πραγματοποιήθηκαν επιτέλους τα όνειρα μας )
geri almak Ανακαλώ Sözlediklerini geri al! (Πάρε πίσω τα λόγια σου)
gerilmek Τεντώνομαι Kedi gerilip uyumaya devam etti. (Η γάτα τεντώθηκε και συνέχισε να κοιμάται)
gerinmek Υπερηφανεύομαι Anne çocukları için gerindi. (Η μητέρα υπερηφανεύεται για τα παιδιά της)
getirmek Φέρνω Lütfen bir çay getirir misiniz? (Παρακαλώ μου φέρνεται ένα τσάι;)
gezmek Κάνω βόλτα, περιηγούμαι Parkta geziyoruz. (Κάνουμε βόλτα στο πάρκο)
girmek Μπαίνω Şimdi evime biniyorum. (Τώρα μπαίνω στο σπίτι μου)
gitmek Φεύγω Bu şehirden gidiyorum. (Φεύγω από αυτήν την πόλη)
giymek Φοράω Yeni aldığım elbiseyi giyeceğim. (Θα φορέσω το φόρεμα που αγόρασα πρόσφατα)
gizlemek Κρύβω Hediyeyi nereye gizledin? (Που έκρυψες το δώρο; )
gizlenmek Κρύβομαι Çocuklar ağacın arkasına gizlendi. (Τα παιδιά κρύφτηκαν πίσω από το δέντρο)
göçmek Μεταναστεύω Kuşlar sıcak ülkelere göçtü. (Τα πουλιά μετανάστευσαν σε ζεστές χώρες )
göndermek Στέλνω Aileme bir mektup gönderdim. (Έστειλα ένα γράμμα στην οικογένεια μου)
görmek Βλέπω Televizyonda dizi seyrediyorum. (Παρακολουθώ σειρά στην τηλεόραση)
görüşmek Συνομιλώ, συναναστρέφομαι Müdürle görüşmek istiyorum. (Θέλω να μιλήσω με τον διευθυντή)
göstermek Δείχνω Yeni kitapları gösteriyorum. (Δείχνω τα καινούρια βιβλία)
götürmek Πηγαίνω Kızımı her sabah okula götürüyorum. (Πηγαίνω κάθε πρωί την κόρη μου στο σχολείο)
gözden kaybolmak Εξαφανίζομαι Adam birden gözden kayboldu. (Ο άνδρας εξαφανίστηκε ξαφνικά)
gözlemek Παρατηρώ Buradan kuşları gözleyebilirsiniz. (Μπορείτε να παρατηρήσετε από εδώ τα πουλιά)
gücenmek Θίγομαι Şakanıza gücendim. (Θίχτηκα με το αστείο σας)
güldürmek Διασκεδάζω κάποιον, τον κάνω να γελάσει Seni güldürmek çok zor. (Είναι πολύ δύσκολο να σε διασκεδάσουμε)
gülmek γελάω Komedi filmlerine çok gülüyorum. (Γελάω πολύ με τις αστείες ταινίες)
gülümsemek χαμογελάω Bebek, annesine bakıp gülümsedi. (Το μωρό κοίταξε την μητέρα του και χαμογέλασε)
güvenmek εμπιστεύομαι Sana güveniyorum. (Σε εμπιστεύομαι)
güzelleşmek ομορφαίνω Sen son zamanlarda çok güzelleştin. (Εσύ το τελευταίο διάστημα ομόρφυνες πολύ )

H

haberleşmek επικοινωνώ Yarın tekrar haberleşeceğiz. (Αύριο θα επικοινωνήσουμε ξανά)
harap etmek καταστρέφω Fırtına evleri harap etti. (Η φουρτούνα κατέστρεψε τα σπίτια)
harcamak ξοδεύω Bu kadar para harcama! (Μην ξοδεύεις τόσα λεφτά!)
hareket etmek κινούμαι, ξεκινάω Tren hareket etti, artık yetişemeyiz. (Το τρένο ξεκίνησε, δεν μπορούμε να προλάβουμε)
hastalanmak Αρρωσταίνω Galiba hastalanıyorum. (Νομίζω ότι αρρωσταίνω)
hata yapmak κάνω λάθος Büyük bir hata yaptım. (Έκανα ένα μεγάλο λάθος)
hatırlamak θυμάμαι Seni bir yerden hatırlıyorum. (Σε θυμάμαι από κάπου)
hava atmak παίρνω αέρα Bir araba aldı diye hava atıyor. (Πήρε αέρα επειδή αγόρασε αυτοκίνητο)
havlamak γαβγίζω Komşunun köpeği bütün gün havlıyor. (Ο σκύλος του γείτονα γάβγιζε όλο το βράδυ)
hazırlamak ετοιμάζω Güzel bir kahvaltı hazırladım. (Ετοίμασα ένα ωραίο πρωινό)
hecelemek συλλαβίζω Çocuklar ilk kelimelerini heceliyorlar. (Τα παιδιά συλλαβίζουν τις πρώτες τους λέξεις)
helak olmak εξαντλούμαι Sabahtan çalışıyorum, helak oldum. (Δουλεύω από το πρωί, εξαντλήθηκα)
heyecanlanmak συγκινούμαιενθουσιάζομαι Seni görünce çok heyecanlanıyorum. (Συγκινούμαι πολύ όταν σε βλέπω)
hissetmek αισθάνομαι Kendimi hasta hissediyorum. (Αισθάνομαι άρρωστη)
hızlanmak επιταχύνω İşe geç kalacağım, biraz hızlanın lütfen! (Θα αργήσω στη δουλειά, παρακαλώ επιταχύνεται)
horlamak ροχαλίζω Kocam bütün gece horladı. (Ο άνδρας μου όλο τα βράδυ ροχάλιζε)
hoşlanmak μου αρέσει, έλκομαι Resim yapmaktan hoşlanıyorum. (Μου αρέσει να ζωγραφίζω)

I

İ

   
içermek περιέχω Bu menü neler içermekte? (Τι περιέχει αυτό το μενού;)
içine doğmak προαισθάνομαι Içime kötü şeyler doğuyor. (Προαισθάνομαι άσχημα πράγματα)
içmek πίνω Bir kahve içmek istiyorum. (Θέλω να πιω έναν καφέ)
ihanet etmek προδίνω Ayşe kocasına ihanet etmiş. (Η Αϊσέ πρόδωσε τον άνδρα της )
ikaz etmek προειδοποιώ Seni son kez ikaz ediyorum. (Σε προειδοποιώ για τελευταία φορά)
ilerlemek προοδεύω, προχωρώ Ahmet işinde çok ilerlemiş. (Ο Αχμέτ προόδευσε πολύ στη δουλειά του)
ilişki kurmak σχετίζομαι, κάνω σχέση Kendinden daha büyük bir kadınla ilişki kurmuş. (Έκανε σχέση με μια μεγαλύτερη του)
imzalamak υπογράφω Müdür belgeleri imzalıyor. (Ο διευθυντής υπογράφει τα έγγραφα)
inanmak πιστεύω Sana çok inanıyorum. (Σε πιστεύω πολύ)
indirmek κατεβάζω, μειώνω Dolaptan yazlık giysilerimi indirdim. (Κατέβασα από τη ντουλάπα τα καλοκαιρινά μου ρούχα)
inmek κατεβαίνω Durakta otobüsten indim. (Κατέβηκα από το λεωφορείο στη στάση)
iptal etmek ακυρώνω Yarınki randevularımı iptal edeceğim. (Θα ακυρώσω τα αυριανά μου ραντεβού)
irdelemek αναλύω, εξονυχίζω Herşeyi bu kadar çok irdeleme! (Μην αναλύσεις τόσο πολύ το κάθε πράγμα)
ısırmak δαγκώνω Köpek oynarken küçük çocuğu ısırdı. (Ο σκύλος όταν έπαιζε δάγκωσε το παιδάκι)
ışıtmak ζεσταίνω Yemek pişirmeden önce ocağı ısıt! (Πριν μαγειρέψεις ζέστανε την εστία)
işitmek ακούω Odadan gelen sesleri işitiyor musun? (Ακούς τις φωνές που έρχονται από το δωμάτιο;)
ıslık çalmak σφυρίζω Gençler kızların arkasından ıslık çaldı. (Οι νέοι σφύριξαν πίσω τα κορίτσια)
ısmarlamak παραγγέλνω Haydi pizza ısmarlıyalım! (Άντε ας παραγγείλουμε πίτσα!)
ispat etmek αποδεικνύω Sana masum olduğumu ispat edeceğim. (Θα σου αποδείξω ότι είμαι αθώος)
ispatlamak αποδεικνύω Avukat mahkemede herşeyi ispatladı. (Ο δικηγόρος απέδειξε τα πάντα στο δικαστήριο)
istemek θέλω, ζητώ Yeni bir araba istiyorum. (Θέλω να αγοράσω ένα καινούριο αυτοκίνητο)
itiraf etmek ομολογώ Herşeyi itiraf edeceğim. (Θα ομολογήσω τα πάντα)
itmek σπρώχνω Ünlü sanatçıyı yakından görmek için insanlar birbirini itiyor. (Οι άνθρωποι σπρώχνουν ο ένας τον άλλον για να δουν από κοντά τον φημισμένο καλλιτέχνη )
iyi gitmek πάω καλά Derslerinde çok iyi gidiyorsun. (Τα πας πολύ καλά στα μαθήματα σου)
iyi yolda olmak είμαι σε καλό δρόμο Sence iyi yolda mıyım? (Κατά τη γνώμη σου είμαι σε καλό δρόμο;)
iyileşmek αναρρώνω Hasta iyileşmeye başladı. (Ο ασθενής άρχισε να αναρρώνει)
izlemek παρακολουθώ Her akşam TV izliyorum. (Κάθε βράδυ παρακολουθώ τηλεόραση )

Ποιοι είμαστε.

Το turkology.gr είναι ένα καινούριο site το οποίο υποστηρίζεται από ανθρώπους που αγαπούν τόσο την Τούρκικη όσο και την Ελληνική γλώσσα. Σκοπός του site είναι να διευκολύνει τους μαθητές της Τούρκικης γλώσσας σε κάθε εμπόδιο που θα συναντήσουν.

Είναι δωρεάν;

Όλα τα μαθήματα και βοηθήματα παρέχονται δωρεάν.
Ακολουθήστε μας : Twitter | Facebook
turkology.gr Copyright © 2012 All rights reserved.Developed by all-web.gr