Ρήματα K-Ö

K

kabul etmek δέχομαι Genç kız sevgilisinin evlenme teklifini kabul etti. (Η κοπέλα δέχτηκε την πρόταση γάμου του φίλου της)
kaçırmak χάνω, απάγω Geç uyandım ve otobüsü kaçırdım. (Ξύπνησα αργά και έχασα το λεωφορείο)
kaçmak ξεφεύγω Polisleri gören hırsız hemen kaçtı. (Ο κλέφτης που είδε τους αστυνόμους αμέσως ξέφυγε)
kafayı yemek σαλτάρω, τρελαίνομαι Nasıl böyle konuşuyorsun? Kafayı mı yedin? (Πως μιλάς έτσι; Σάλταρες;)
kaldırmak σηκώνω Annem her sabah beni erkenden kaldırıyor. (Η μαμά μου κάθε πρωί με ξυπνάει από νωρίς)
kalmak μένω 10 yıldır bu evde kalıyorum. (Εδώ και 10 χρόνια μένω σε αυτό το σπίτι)
kanamak αιμορραγώ Araba kazası yapan kadının bacağı kanıyor. (Αιμορραγεί το πόδι της γυναίκας που έκανε ατύχημα)
kanıtlamak αποδεικνύω Masum olduğunu kanıtlaman lazım. (Πρέπει να αποδείξεις ότι είσαι αθώος)
kapatmak κλείνω Lütfen televizyonu kapatır mısın? (Μπορείς να κλείσεις την τηλεόραση παρακαλώ;)
kapmak αρπάζω Hırsız kadının çantasını kapıp kaçtı. (Ο κλέφτης άρπαξε την τσάντα της γυναίκας και το έσκασε)
kapsamak περιέχω Bu ürün hangi maddeleri kapsıyor? (Ποιες ουσίες περιέχει αυτό το προϊόν)
karar vermek αποφασίζω Karar ver artık ya gir ya çık. (Αποφάσισε πλέον ή μπες ή βγες)
kararmak σκοτεινιάζω Hava aniden karardı. (Ο καιρός ξαφνικά σκοτείνιασε)
karıştırmak ανακατεύω Çorbayı karıştır. (Ανακάτευσε την σούπα)
katılmak συμμετέχω Yarışmaya katılmaya karar verdim. (Αποφάσισα να συμμετάσχω στον διαγωνισμό)
katletmek δολοφονώ

μακελεύω

Her yıl milyonlarca hayvan katlediliyor. (Κάθε χρόνο δολοφονούνται εκατομμύρια ζώα)
kaybetmek χάνω Arabanın anahtarlarını kaybettim. (Έχασα τα κλειδιά του αυτοκινήτου)
kaybolmak χάνομαι Arkadaşımın evini ararken kayboldum. (Χάθηκε καθώς έψαχνα το σπίτι του φίλου μου)
kaymak γλιστρώ, τσουλώ Kışın kayak kaymaya bayılıyorum. (Το χειμώνα μου αρέσει να κάνω σκι)
kazanmak κερδίζω Çok çalışan çok kazanır. (Όποιος δουλεύει πολύ κερδίζει πολύ)
kazmak σκάβω Bahçede büyük bir çukur kazdık. (Σκάψαμε μια μεγάλη τρύπα στον κήπο)
keşfetmek ανακαλύπτω Ünlü bilim adamı yeni bir ilaç keşfetti. (Ο διάσημος επιστήμονας ανακάλυψε ένα καινούριο φάρμακο)
kesmek κόβω Ekmeği kes ve sofraya getir! (Κόψε το ψωμί και φέρε το στο τραπέζι)
kırılmak σπάω, παρεξηγώ Masadaki vazo kırıldı. (Έσπασε το βάζο που ήταν πάνω στο τραπέζι)
kirletmek βρομίζω Odanı kirletme! (Μην βρομίζεις το δωμάτιο σου)
kırmak σπάω Çocuk yeni vazoyu kırdı. (Το παιδί έσπασε το καινούριο βάζο)
kıskanmak ζηλεύω Ayşe ablasını çok kıskanıyor. (Η Αϊσέ ζηλεύει πολύ την αδερφή της)
kışkırtmak προκαλώ, ερεθίζω İnsanları bana karşı kışkırtma! (Μην ερεθίζεις τους ανθρώπους έναντι σε μένα )
kızdırmak κάνω κάποιον να θυμώσει Sözlerin beni çok kızdırdı! (Θύμωσα πολύ με τα λόγια σου )
kızmak θυμώνω Bana kızma lütfen! (Μη μου θυμώνεις σε παρακαλώ)
koklamak μυρίζω κάτι Bahçedeki çiçekleri kokluyorum. (Μυρίζω τα λουλούδια που βρίσκονται στο κήπο)
kokmak μυρίζω Oda mis gibi kokuyor. (Το δωμάτιο μυρίζει πολύ όμορφα)
konuşmak μιλάω Çok hızlı konuşuyorsun. (Μιλάς πολύ γρήγορα)
köpürmek αφρίζω, γίνομαι έξαλλος Banyo köpürdü. (Άφρισε το μπάνιο)
korkmak φοβάμαι Köpeklerden çok korkuyorum. (Φοβάμαι πολύ τους σκύλους)
korkutmak τρομοκρατώ Adam çocuğu korkuttu. (Ο άνδρας τρόμαξε το παιδί)
korumak προφυλάγω Seni her zaman koruyacağım. (Θα σε προφυλάγω  πάντα)
koşmak τρέχω Her sabah parkta koşuyorum. (Κάθε πρωί τρέχω στο πάρκο)
kötüleşmek χειροτερεύω Hastanın durumu bugün kötüleşti. (Η κατάσταση του ασθενή σήμερα χειροτέρεψε)
kovalamak κυνηγώ Polis hırsızları kovalıyor. (Ο αστυνόμος κυνηγάει τους κλέφτες )
koymak βάζω Yemekleri buzdolabına koyuyorum. (Βάζω τα φαγητά στο ψυγείο)
kullanmak χρησιμοποιώ Hangi telefonu kullanıyorsun? (Ποιο τηλέφωνο χρησιμοποιείς;)
kurmak φτιάχνω Yeni bir şirket kuruyoruz. (Φτιάχνουμε μια καινούρια εταιρεία)
kurtarmak γλυτώνω κάποιον Küçük kediyi kurtardık. (Γλυτώσαμε το μικρό γατάκι)
kurtulmak γλυτώνω Sonunda kötü alışkanlıklardan kurtuldu. (Επιτέλους γλύτωσε από τις κακές συνήθειες)
kurutmak στεγνώνω Saçlarımı kurutuyorum. (Στεγνώνω τα μαλλιά μου)
kusmak κάνω εμετό Çok içki içen adam sonunda kustu. (Ο άνθρωπος που ήπιε πολύ ποτό στο τέλος έκανε εμετό)
küsmek κακιώνω İki eski arkadaş önemsiz bir olay için küstü. (Οι δυο παλιοί φίλοι μάλωσαν για ένα ασήμαντο γεγονός )

L

 

laf atmak πετάω καρφί, πειράζω (για γυναίκες) Gençler sokakta yürüyen kızlara laf attı. (Οι νέοι πείραξαν τις κοπέλες που περπατούσαν στο δρόμο)
laf dinlemek υπακούω Şimdiki çocuklar hiç laf dinlemiyor. (Τα σημερινά παιδιά δεν υπακούουν καθόλου)
laf taşımak μεταφέρω λόγια Laf  taşıyan insanları hiç sevmiyorum. (Δεν αγαπώ καθόλου τους ανθρώπους που μεταφέρουν λόγια)
laflamak κουβεντιάζω Kahve içip eski arkadaşlarımla lafladık. (Ήπιαμε καφέ και κουβεντιάσαμε με τους παλιούς μου φίλους)
lekelemek λεκιάζω Yeni elbisemi lekeledim. (Λέκιασα το καινούριο μου φόρεμα)
listelemek καταγράφω Bu haftaki işlerimi listeledim. (Κατέγραψα τις δουλείες αυτής της βδομάδας)
lütfetmek Κάνω τη χάρη Lütfedip bir yıl sonra paramı ödedi!. (Μου έκανε τη χάρη και πλήρωσε τα λεφτά μου μετά από ένα χρόνο)

M

mahvetmek Αφανίζω, εξοντώνω, καταστρέφω Yaptıklarınla partiyi mahvettin. (Κατέστρεψες το πάρτι με αυτά που έκανες)
makyaj yapmak μακιγιάρω Kızlar parti için makyaj yapıyor. (Τα κορίτσια μακιγιάρονται για το πάρτι)
medenileşmek εκπολιτίζομαι Bu ülkenin medenileşmesi için çalışıyoruz. (Δουλεύουμε για τον εκπολιτισμό αυτής της χώρας)
memnun etmek ευχαριστώ, ικανοποιώ Seni memnun etmek çok zor! (Είναι πολύ δύσκολο να σε ικανοποιήσουμε)
memnun kalmak μένω ευχαριστημένος Otel hizmetinden hepimiz çok memnun kaldık. (Όλοι μας μείναμε ευχαριστημένοι από την εξυπηρέτηση του ξενοδοχείου)
memnun olmak χαίρομαι Seninle tanıştığımıza çok memnun oldum. (Χάρηκα πολύ για την γνωριμία)
meraklanmak ανησυχώ, σκοτίζομαι Eve geç kalınca annem çok meraklandı. (Η μητέρα μου ανησύχησε πολύ όταν άργησα στο σπίτι)
mezun olmak αποφοιτώ Gelecek yıl üniversiteden mezun olacağız. (Του χρόνου θα αποφοιτήσουμε από το πανεπιστήμιο)
mırıldanmak μουρμουρίζω, ψιθυρίζω Banyo yaparken sevdiğim şarkıları mırıldanırım. (Όταν κάνω μπάνιο ψιθυρίζω τα αγαπημένα μου τραγούδια)
minnet duymak ευγνωμονώ Bana yardım ettiğin için sana minnet duyuyorum. (Σε ευγνωμονώ που με βοήθησες)
mola vermek κάνω μια ανάπαυλα, ένα διάλλειμα Çok yorulduk, bir mola verelim. (Κουραστήκαμε πολύ ας κάνουμε ένα διάλλειμα)
muayene etmek εξετάζω Doktor dikkatlice hastasını muayene ediyor. (Ο γιατρός εξετάζει προσεκτικά τον ασθενή του)
mücadele vermek δίνω αγώνα Günümüzde başarılı olmak için mücadele vermeliyiz. (Στις μέρες μας για να πετύχουμε πρέπει να δώσουμε αγώνα)
       

N

nasihat vermek δασκαλεύω, συμβουλεύω Baba çocuklarına nasihat verdi. (O μπαμπάς συμβούλεψε τα παιδιά του)
nazar değmek ματιάζω Sana nazar değdi! (Σε μάτιασαν!)
nefes almak αναπνέω Doktor hastasına derin nefes almasını söyledi. (Ο γιατρός είπε στον ασθενή του να πάρει βαθιά αναπνοή )
nefret etmek μισώ, απεχθάνομαι Yalancı insanlardan nefret ediyorum. (Μισώ τους ψεύτες)
numara yapmak κάνω νούμερα, καμώνομαι Küçük çocuk ilgi çekmek için numara yapıyor. (Το μικρό παιδί κάνει νούμερα για να προσελκύσει το ενδιαφέρον)

O

Ö

ödemek πληρώνω Hesabı ödemek istiyoruz. (Θέλουμε να πληρώσουμε τον λογαριασμό )
ödenmek πληρώνομαι Bu ay maaşımız ödenmedi. (Αυτό το μήνα δεν πληρώθηκε ο μισθός μας)
öfkelenmek εκνευρίζομαι Genç kadın kocasına öfkelendi. (Η νέα γυναίκα εκνευρίστηκε με τον άνδρα της )
öğrenmek μαθαίνω Türkçe öğrenmek istiyorum. (Θέλω να μάθω Τούρκικα)
öğretmek διδάσκω Dil öğretmek zor ama zevkli bir iş. (Το να διδάσκεις γλώσσες είναι μια δύσκολη αλλά και ευχάριστη δουλειά)
öğütlemek συμβουλεύω Annelerimiz her zaman bizi öğütler. (Η μητέρες μας πάντα μας συμβουλεύουν)
okşamak χαϊδεύω Köpeğimi okşamayı çok seviyorum. (Αγαπώ να χαϊδεύω το σκύλο μου)
öksürmek βήχω Çok sigara içen insanlar çok öksürüyorlar. (Βήχουν πολύ οι άνθρωποι που καπνίζουν πολύ)
okumak διαβάζω Kitap okumayı çok seviyorum. (Αγαπώ πολύ να διαβάζω βιβλία)
ölçmek μετράω Sütü ölçüp tatlıya koydum. (Μέτρησα το γάλα και το έβαλα στο γλυκό)
ölçüşmek αναμετριέμαι Benimle ölçüşebileceğini mi sanıyorsun? (Νομίζεις ότι μπορείς να αναμετρηθείς μαζί μου;)
öldürmek σκοτώνω Katil yaşlı adamı öldürdü. (Ο δολοφόνος σκότωσε τον ηλικιωμένο άνδρα)
olmak γίνομαι, «είμαι» Mehmet doktor olmak istiyor. (O Μεχμέτ θέλει να γίνει γιατρός)
ölmek πεθαίνω Kaza yapan genç hastanede öldü. (Ο νέος που έκανε ατύχημα πέθανε στο νοσοκομείο)
onarmak επισκευάζω Yazlık evimizi onarmaya karar verdik. (Αποφασίσαμε να επισκευάσουμε το εξοχικό μας)
önlemek εμποδίζω Böyle kötü olayları önlememiz gerek. (Πρέπει να εμποδίζουμε τέτοιες άσχημες καταστάσεις)
öpmek φιλάω Anne sevgiyle bebeğini öptü. (Η μαμά φίλησε με αγάπη το μωρό της)
öpüşmek φιλιέμαι Genç aşıklar birbirlerine sarılıp öpüştü. (Οι ερωτευμένοι νέοι αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν)
oturmak κάθομαι, κατοικώ Ben İstanbul’da oturuyorum. (Κατοικώ στην Ιστανμπούλ)
övmek παινεύω Aileler her zaman çocuklarıyla övünür. (Οι οικογένειες πάντα παινεύονται με τα παιδιά τους)
oyalamak απασχολώ,

χασομερώ

Beni oyalama, işlerimi bitirmem lazım. (Μην με απασχολείς, πρέπει να τελειώσω τις δουλειές μου)
oynamak παίζω Haydi top oynamaya gidelim! (Άντε πάμε να παίξουμε μπάλα)
oyuna getirmek εξαπατώ Bu adam hepimizi oyuna getirdi. (Ο άνθρωπος αυτός μας εξαπάτησε όλους)
özlemek επιθυμώ, αποθυμώ Seni çok özledim. (Μου έλειψες πολύ)

 

Ποιοι είμαστε.

Το turkology.gr είναι ένα καινούριο site το οποίο υποστηρίζεται από ανθρώπους που αγαπούν τόσο την Τούρκικη όσο και την Ελληνική γλώσσα. Σκοπός του site είναι να διευκολύνει τους μαθητές της Τούρκικης γλώσσας σε κάθε εμπόδιο που θα συναντήσουν.

Είναι δωρεάν;

Όλα τα μαθήματα και βοηθήματα παρέχονται δωρεάν.
Ακολουθήστε μας : Twitter | Facebook
turkology.gr Copyright © 2012 All rights reserved.Developed by all-web.gr