Ρήματα P-Z

P

paketlemek συσκευάζω, πακετάρω Lütfen bu hediyeyi paketler misiniz? (Μπορείτε να συσκευάσετε αυτό το δώρο παρακαλώ;)
pahalılaşmak ακριβαίνω Bu restoran çok pahalılaştı başka yerde yiyelim! (Το εστιατόριο αυτό ακρίβαινε πολύ να φάμε σε άλλο μέρος)
paniklemek πανικοβάλλομαι Aniden eski sevgilisini görünce panikledi. (Όταν είδε ξαφνικά τον/την πρώην πανικοβλήθηκε)
parçalamak κομματιάζω Yaramaz çocuk yeni oyuncağını parçaladı. (Το άτακτο παιδί κομμάτιασε το καινούριο του παιχνίδι)
parlamak λάμπω Bu sabah güneş ne güzel parlıyor! (Τι ωραία που λάμπει σήμερα ο ήλιος!)
parlatmak γυαλίζω Annem cam eşyaları parlattı! (Η μαμά μου γυάλισε τα γυάλινα αντικείμενα)
patlamak σκάω Çocuğun balonu patladı. (Έσκασε το μπαλόνι του παιδιού)
paylaşmak μοιράζομαι Kardeşler herşeyi paylaşmalı. (Τα αδέλφια πρέπει να μοιράζονται τα πάντα)
pazarlık etmek παζαρεύω Kapalıçarşıda pazarlık etmeden hiç bir şey almayın. (Μην αγοράσετε τίποτα από την Κλειστή Αγορά χωρίς να παζαρέψετε)
pişirmek ψήνω, μαγειρεύω Bugün ne pişireceksin? (Τι θα μαγειρέψεις σήμερα;)
pişman olmak μετανιώνω Ahmet söylediklerine pişman oldu. (Ο Αχμέτ μετάνιωσε για αυτά που είπε)
programlamak σχεδιάζω Yaz tatili için ne programlıyorsunuz? (Τι σχεδιάζετε για τις καλοκαιρινές διακοπές;)

R

rahatlamak ησυχάζω, ανακουφίζομαι Çantasını bulan kadın rahatladı. (Η γυναίκα που βρήκε την τσάντα της ησύχασε)
rahatsızlanmak αδιαθετώ Dün akşam dedem rahatsızlandı, hastaneye götürdük. (Χθες βράδυ αδιαθέτησε ο παππούς μου και τον πήγαμε στο νοσοκομείο)
rahmetli olmak πεθαίνω Ünlü sanatçı geçen hafta rahmetli oldu. (Ο φημισμένος καλλιτέχνης πέθανε την περασμένη εβδομάδα )
randevulaşmak Κλείνω/δίνω ραντεβού Yarın buluşmak üzere randevulaştık. (Δώσαμε ραντεβού για να βρεθούμε αύριο)
rastlamak συναντώ Yolda eski bir arkadaşıma rastladım. (Στο δρόμο συνάντησα μια παλιά μου φίλη)
reddetmek αρνούμαι Sevgilisinin evlenme teklifini reddetti. (Αρνήθηκε την πρόταση γάμου του φίλου της)
renklendirmek χρωματίζω Masayı renklendirmek için renkli mumlar koydum. (Έβαλα κεριά στο τραπέζι για να το χρωματίσω)
rica etmek παρακαλώ Rica ediyorum, biraz sessiz konuşur musunuz? (Παρακαλώ μπορείτε να μιλήσετε πιο σιγά;)

S

Ş

sabunlamak σαπουνίζομαι Yerleri süpürüp sabunladım. (Σκούπισα και σαπούνισα το πάτωμα)
sağlamak εξασφαλίζω Ailemiz bize en iyi eğitimi sağlamak için herşeyi yaptı. (Η οικογένεια μας έκανε τα πάντα για να μας προσφέρει την καλύτερη εκπαίδευση)
saklamak κρύβω, φυλάω Annenden hiçbir şey saklamamalısın. (Δεν πρέπει να κρύβεις τίποτα από την μαμά σου)
saklanmak κρύβομαι Saklambaç oyununda bütün çocuklar eski eve saklandı. (Στο κρυφτό όλα τα παιδιά κρύφτηκαν στο παλιό σπίτι)
saldırmak επιτίθεμαι Köpek yoldan geçen yaşlı adama saldırdı. (Ο σκύλος επιτέθηκε στον ηλικιωμένο άνδρα που περνούσε από το δρόμο)
sanmak νομίζω Sanıyorum ki, bu teklif çok iyi. (Νομίζω ότι η προσφορά αυτή είναι πολύ καλή)
sarılmak αγκαλιάζομαι Uzun zamandır görüşmeyen kardeşler birbirine sarıldı. (Τα αδέλφια που είχαν πολύ καιρό να ειδωθούν αγκαλιάστηκαν. )
şaşırmak σαστίζω, απορώ  Bu duruma hepimiz çok şaşırdık. (Απορήσαμε όλοι με αυτή την κατάσταση)
satılmak πωλούμαι Bahçeli ev çok ucuza satıldı. (Το σπίτι με τον κήπο πουλήθηκε πολύ φθηνά )
satın almak αγοράζω Bir ev satın almak istiyoruz. (Θέλουμε να αγοράσουμε ένα σπίτι)
satmak πουλάω Arabamı satmaya karar verdim. (Αποφάσισα να πουλήσω το αμάξι μου)
savaşmak πολεμάω İki ülke savaşmaya başladı. (Οι δυο χώρες άρχισαν να πολεμούν )
savunmak αμύνομαι Haklarımı sonuna kadar savunacağım. (Θα αμύνομαι μέχρι το τέλος τα δικαιώματα μου)
saymak μετρώ Her akşam kazandığı paraları sayıyor. (Κάθε βράδυ μετράει τα χρήματα που κερδίζει)
seçmek επιλέγω Tatil için otel seçmeliyiz. (Πρέπει να επιλέξουμε ξενοδοχείο για το ταξίδι)
seslenmek προσφωνώ, φωνάζω Sokakta sana seslendim ama duymadın. (Στο δρόμο σε φώναξα αλλά δεν με άκουσες)
sevilmek αγαπιέμαι Murat iş yerinde herkes tarafından çok sevilen bir adam. (Ο Μουράτ είναι άνθρωπος που αγαπιέται από όλους στην δουλειά)
sevmek αγαπώ Çocuklar dondurmayı çok seviyor. (Τα παιδιά αγαπούν πολύ το παγωτό)
seyretmek παρακολουθώ Her akşam televizyonda dizi seyrediyorum. (Κάθε βράδυ παρακολουθώ σειρά στην τηλεόραση)
sigara içmek καπνίζω Lütfen burada sigara içmeyiniz. (Παρακαλώ μην καπνίζετε εδώ)
şikayet etmek κάνω παράπονα Bizimle kaba konuşan garsonu müdüre şikayet ettik. (Κάναμε παράπονα στον διευθυντή για τον σερβιτόρο που ήταν αγενής μαζί μας)
sıkılmak βαριέμαι Evde çok sıkıldım, haydi sinemaya gidelim. (Βαρέθηκα πολύ στο σπίτι ας πάμε σινεμά)
sıkışmak στριμώχνομαι Otobüs çok kalabalık, çok sıkıştık. (Το λεωφορείο είναι πολύ γεμάτο, στριμωχθήκαμε πολύ)
sıkmak σφίγγω Yeni ayakkabılar ayağımı sıktı. (Τα καινούρια παπούτσια μου έσφιξαν τα πόδια)
silmek σβήνω Öğretmen dersin sonunda tahtayı sildi. (Ο δάσκαλος στο τέλος του μαθήματος έσβησε τον πίνακα)
sindirmek χωνεύω, εμπεδώνω Dün söylediklerini bir türlü sindiremiyorum. (Δεν μπορώ σε καμία περίπτωση να χωνέψω αυτά που είπες χθες)
sıralamak απαριθμώ Sekreter dosyaları sıralıyor. (Η γραμματέας απαριθμεί τα έγγραφα)
sokmak βάζω, τσιμπάω Arı çocuğu parmağından soktu. (Η μέλισσα τσίμπησε το παιδί στο δάκτυλο)
sörf yapmak κάνω σέρφινγκ Yaz aylarında sörf yapmayı çok severim. (Αγαπώ πολύ να κάνω σκι τους καλοκαιρινούς μήνες )
sormak ρωτάω Bir soru sormak istiyorum. (Θέλω να ρωτήσω μια ερώτηση)
söylemek λέω Şarkı söylemeye bayılıyor. (Του αρέσει πολύ να λέει τραγούδια- τραγουδάει)
söylenmek παραμιλώ Söylenme, işini yap! (Μην παραμιλάς, κάνε την δουλειά σου!)
soymak ξεφλουδίζω, γδύνω Patatesleri soyup haşladı. (Ξεφλούδισε την πατάτες και τις έβρασε)
soyulmak ληστεύομαι Bu villa 3 soyguncu tarafından soyuldu. (Η βίλλα αυτή ληστεύτηκε από 3 κλέφτες)
soyunmak ξεντύνομαι Çok yorgundum, soyunup hemen yattım. (Ήμουν πολύ κουρασμένος, ξεντύθηκα και αμέσως κοιμήθηκα)
söz vermek δίνω το λόγο μου Bana söz vermiştin. (Μου είχες δώσει το λόγο σου)
suçlamak κατηγορώ Onu boş yere suçlamışız. (Τον κατηγορήσαμε άδικα)
sunmak παρουσιάζω Bu akşam sizlere yeni ürünümüzü sunacağız. (Σήμερα το βράδυ θα σας παρουσιάσουμε το καινούριο μας προϊόν )
süpürmek σκουπίζω Bütün evi süpürüp temizledim. (Σκούπισα και καθάρισα όλο το σπίτι)
sürdürmek συνεχίζω Bu işi sürdürmeliyiz. (Πρέπει να συνεχίσουμε αυτή τη δουλειά)
sürmek οδηγώ, πασαλείβω Bisiklet sürmeyi öğrendi. (Έμαθε να οδηγεί ποδήλατο)
sürünmek σέρνομαι Elbisen çamura sürünüyor. (Το φόρεμα σου σέρνεται στη λάσπη)
susamak διψώ Çok susadım, bir bardak su lütfen! (Δίψασα πολύ, ένα ποτήρι νερό παρακαλώ!)
süslemek στολίζω Hep beraber yılbaşı ağacımızı süsledik. (Όλοι μαζί στολίσαμε το πρωτοχρονιάτικο μας δέντρο)
süslenmek στολίζομαι Genç kız süslenip partiye gitti. (Η κοπέλα στολίστηκε και πήγε στο πάρτι)
susmak σωπαίνω Biraz sus da başkası konuşsun. (Σιώπα λίγο, να μιλήσει και κάποιος άλλος)
süt sağmak αρμέγω γάλα Köyde ninem her sabah süt sağıyor. (Στο χωριό η γιαγιά μου αρμέγει κάθε πρωί γάλα)
süzmek σουρώνω, φιλτράρω Makarnaları süzüp yedik. (Σουρώσαμε τα μακαρόνια και τα φάγαμε)

Τ

tahliye etmek απαλλάσσω, εκκενώνω Bütün bina tahliye edildi. (Εκκενώθηκε όλο το κτήριο)
taklit etmek απομιμούμαι Arkadaşım bütün sanatçıları taklit edebiliyor. (Ο φίλος μου μπορεί και μιμείται όλους τους καλλιτέχνες )
takmak φοράω (αξεσουάρ) Kravat takmayı unutma. (Μην ξεχνάς να βάλεις γραβάτα)
tanımak γνωρίζω Bu kızı bir yerden tanıyorum. (Γνωρίζω από κάπου την κοπέλα αυτή)
tanışmak γνωρίζομαι Onunla tanışmak istiyorum. (Θέλω να γνωριστώ με αυτήν)
tanıtmak συστήνω Sizlere yeni iş arkadaşınızı tanıtmak istiyorum. (Θέλω να σας συστήσω τον καινούριο σας συνεργάτη)
tapmak λατρεύω Anneme tapıyorum. (Λατρεύομαι την μαμά μου)
taramak χτενίζω Her sabah saçlarımı tarıyorum. (Κάθε πρωί χτενίζω τα μαλλιά μου )
tartışmak συζητώ Sizinle tartışmak istemiyorum. (Δεν θέλω να συζητήσω μαζί σας )
tasarlamak σχεδιάζω Geleceğimizi tasarlamamız lazım. (Πρέπει να σχεδιάσουμε το μέλλον μας)
taşımak κουβαλώ Çantamı taşıyabilir misin? (Μπορείς να κουβαλήσεις την τσάντα μου;)
taşınmak μετακομίζω Bu evden taşınmaya karar verdik. (Αποφασίσαμε να μετακομίσουμε από αυτό το σπίτι)
tatmak γεύομαι Kekimden tatmak ister misin? (Θέλεις να δοκιμάσεις το κέικ μου;)
telefon etmek τηλεφωνώ Yarın size telefon edeceğim. (Αύριο θα σας τηλεφωνήσω)
temizlemek καθαρίζω Bugün evi temizlemeliyim. (Σήμερα πρέπει να καθαρίσω το σπίτι)
terk etmek εγκαταλείπω Adam karısını terk etti. (Ο άνδρας εγκατέλειψε την γυναίκα του)
teşebbüs etmek επιχειρώ Buna sakin teşebbüs etme, pişman olursun. (Μην τυχόν και το επιχειρήσεις θα μετανιώσεις)
teşvik etmek ενθαρρύνω Sözleriyle hepimizi teşvik etti. (Μας ενθάρρυνε όλους με αυτά που είπε)
tıraş olmak ξυρίζομαι Babam traş olmak için berbere gitti. (Ο πατέρας μου πήγε στο μπαρμπέρη για να ξυριστεί )
titremek τρέμω Küçük kız soğuktan titriyordu. (Ο μικρό κορίτσι έτρεμε από το κρύο)
toplamak μαζεύω Lütfen odanı topla! (Παρακαλώ μάζεψε το δωμάτιο σου)
tüketmek καταναλώνω Çok alkol tüketmeyin. (Μην καταναλώνετε πολύ αλκοόλ)
tükürmek φτύνω Yerlere tükürme! (Μην φτύνεις κάτω)
tutmak κρατάω Bir dakika bardağımı tutar mısın? (Μπορείς να κρατήσεις ένα λεπτό το ποτήρι μου;)
tütmek καπνίζω Şömine tütüyor bir sorun olmalı. (Καπνίζει το τζάκι πρέπει να υπάρχει κάποιο πρόβλημα)
tutuklamak συλλαμβάνω Polis hırsızları tutukladı. (Η αστυνομία συλλάμβανε τους κλέφτες )

U

Ü

uçmak πετάω Kuşlar ne güzel uçuyor! (Τι ωραία που πετούν τα πουλιά)
ulaşmak φτάνω Sonunda evime ulaştım. (Επιτέλους έφτασα στο σπίτι μου)
unutmak ξεχνάω Pardon adınızı unuttum. (Συγγνώμη ξέχασα το όνομα σας)
üretmek παράγω Bu şehir çok patates üretiyor. (Η πόλη αυτή παράγει πολύ πατάτα)
üşenmek βαριέμαι Bu akşam dışarı çıkmaya üşeniyorum. (Σήμερα το βράδυ βαριέμαι να βγω  έξω)
üşümek κρυώνω Üşüyorsan kaloriferi yakayım. (Εάν κρυώνεις να ανάψω το καλοριφέρ)
utanmak ντρέπομαι Böyle sözler söylediğin için utanmalısın. (Πρέπει να ντρέπεσαι που λες τέτοια λόγια)
uyanmak ξυπνάω Yarın çok erken uyanacağım. (Αύριο θα ξυπνήσω πολύ νωρίς )
uyarmak προειδοποιώ Seni çok defa uyarmıştık, ama sen aynı hatayı tekrar yaptın. (Σε είχαμε προειδοποιήσει πολλές φορές, αλλά εσύ ξαναέκανες το ίδιο λάθος )
uygulamak εφαρμόζω Kuralları uygulamamız gerek. (Πρέπει να εφαρμόζουμε τους κανόνες)
uymak ταιριάζω Eşinle birbirnize çok uyuyorsunuz. (Ταιριάζετε πολύ με την σύζυγο σου)
uyumak κοιμάμαι Çok yorgunum erkenden uyuyacağım. (Είμαι πολύ κουρασμένος θα κοιμηθώ νωρίς)
uzanmak ξαπλώνω Yatağa uzanıp bir film seyrettim. (Ξάπλωσα στο κρεβάτι και παρακολούθησα ένα φιλμ)
üzülmek στεναχωριέμαι Hasta olmana çok üzüldüm. (Στεναχωρήθηκα πολύ που είσαι άρρωστος)

V

varmak φτάνω Yarım saat sonra tren varıyor. (Σε μισή ώρα φτάνει το τρένο)
vazgeçmek παρατάω, υπαναχωρώ Bu işten vazgeçmelisin. (Πρέπει να παρατήσεις αυτή τη δουλειά)
vermek δίνω Ev sahibine kiraya vermeyi unutma! (Μην ξεχνάς να δώσεις το ενοίκιο στον ιδιοκτήτη)
vurmak χτυπάω Yere düşen adam kafasını vurdu. (Ο άνθρωπος που έπεσε κάτω, χτύπησε το  κεφάλι του)
vurulmak χτυπιέμαι, ερωτεύομαι Barda gördüğüm kıza vuruldum. (Ερωτεύτηκα την κοπέλα που είδα στο μπαρ)

Y

yağlamak λαδώνω Balıkları yağlayıp pişirdik. (Λαδώσαμε το ψάρια και τα ψήσαμε)
yakalamak συλλαμβάνω, πιάνω Polis kaçan hırsızı kısa sürede yakaladı. (Ο αστυνόμος έπιασε σύντομα τον κλέφτη που το έσκασε)
yaklaşmak πλησιάζω Televizyona bu kadar çok yaklaşma gözlerin bozulacak. (Μην πλησιάζεις τόσο πολύ στη τηλεόραση θα χαλάσεις τα μάτια σου)
yakmak καίω Romantik bir ortam yaratmak için mumları yaktık. (Ανάψαμε τα κεριά για να φτιάξουμε ρομαντική ατμόσφαιρα)
yalamak γλείφω Köpek yavrusunu yalayıp yıkadı. (Η σκύλα έγλειψε και έπλυνε το μωρό της)
yalvarmak ικετεύω Sevgilisine «gitme» diye yalvardı. (Παρακάλεσε την αγαπημένη του για να μην φύγει)
yanıt vermek απαντάω Öğretmenin sorusuna hiç kimse yanıt vermedi. (Κανένας δεν απάντησε την ερώτηση του δασκάλου)
yanıtlamak απαντάω Sekreter bütün gün telefonları yanıtlıyor. (Η γραμματέας όλη μέρα απαντάει στα τηλέφωνα)
yanmak καίγομαι Eyvah! Yemek yandı! (Πω! Κάηκε το φαγητό!)
yansıtmak αντανακλώ Yüzün iç güzelliğini yansıtıyor. (Το πρόσωπο σου αντανακλά την εσωτερική σου ομορφιά)
yapılmak φτιάχνομαι Bu ev sadece tahtadan yapılmış. (Το σπίτι αυτό φτιάχτηκε μόνο ξύλο)
yapışmak κολλώ Vazo güçlü yapıştırıcı sayesinde yapıştı. (Το βάζο κόλλησε χάρη της δυνατής κόλλας)
yapmak κάνω Bu yaz tatil yapmayacağım. (Αυτό το καλοκαίρι δεν θα κάνω διακοπές)
yaratmak δημιουργώ Çok güzel bir atmosfer yarattınız. (Δημιουργήσατε μια πολύ ωραία ατμόσφαιρα)
yardım etmek βοηθάω Anneme her zaman yardım ediyorum. (Βοηθάω πάντα την μαμά μου)
yasaklamak απαγορεύω Kapalı mekanlarda sigara içmeyi yasakladılar. (Απαγορέψανε το κάπνισμα σε κλειστούς χώρους)
yaşamak ζω Çok güzel günler yaşıyoruz. (Ζούμε πολύ όμορφες στιγμές)
yaşlanmak γερνώ, γηράσκω Yaşlanmaktan korkuyor. (Φοβάται να γεράσει)
yatmak ξαπλώνω, κοιμάμαι Her akşam çok geç yatıyorum. (Κάθε βράδυ κοιμάμαι πολύ αργά)
yazılmak γράφομαι Dans kursuna yazıldım. (Γράφτηκα στα μαθήματα χορού)
yazmak γράφω Ünlü yazar yeni kitabını yazıyor. (Ο φημισμένος συγγραφέας γράφει το καινούριο του βιβλίο)
yemek τρώω Bugün ne yiyeceğiz? (Τι θα φάμε σήμερα;)
yenmek νικώ Rakibini yenen takım şampiyon oldu. (Η ομάδα η οποία νίκησε την αντίπαλη ομάδα έγινε πρωταθλήτρια)
yerleşmek εγκαθίσταμαι İzmir’e yerleşmeye karar verdik. (Αποφασίσαμε να εγκατασταθούμε στη Σμύρνη)
yetişmek προλαβαίνω Otobüse yetişemedim ve işe geç kaldım. (Δεν πρόλαβα το λεωφορείο και άργησα στη δουλεία)
yetmek αρκώ, φτάνω Bu maaş bize yetmiyor. (Δεν μας φτάνει αυτός ο μισθός)
yığılmak επισωρεύομαι Bayılan kadın yere yığıldı. (Η γυναίκα που λιποθύμησε σώριασε κάτω)
yıkamak πλένω Bütün elbiselerimi yıkayıp ütüledim. (Έπλυνα και σιδέρωσα όλα τα ρούχα μου)
yıkmak κατεδαφίζω Belediye kaçak evleri yıktı (Ο Δήμος κατεδάφισε τα αυθαίρετα)
yıpratmak φθείρω Kendini böyle şeyler için yıpratma. (Μην φθείρεις τον εαυτό σου για τέτοια πράγματα)
yitirmek χάνω Genç kadın, kazada kocasını yitirdi. (Η νέα γυναίκα έχασε τον άνδρα της στο ατύχημα)
yoğurmak ζυμώνω Köyde her sabah ekmek yoğururlar. (Στο χωριό κάθε πρωί ζυμώνουν ψωμί)
yolmak μαδώ Çiçekleri yolma! (Μην μαδάς τα λουλούδια)
yorulmak κουράζομαι Bugün işte çok yorulduk. (Σήμερα κουραστήκαμε πολύ στη δουλειά)
yükselmek υψώνομαι, ανεβαίνω Çok başarılı bir genç, işinde yükseleceği belliydi. (Είναι ένας πολύ πετυχημένος νέος ήταν φανερό ότι θα ανέβει στη δουλειά του )
yürümek περπατάω Evden işe yürüyorum. (Περπατάω από το σπίτι στη δουλειά)
yutmak καταπίνω Yemeği çiğnemeden yuttu. (Κατάπιε το φαγητό δίχως να το μασήσει)
yüzmek κολυμπάω Her gün bir saat yüzüyorum. (Κάθε μέρα κολυμπάω μια ώρα)

Z

zarar vermek βλάπτω Sigara içmek sağlığa zarar verir. (Το κάπνισμα βλάπτει την υγεία)
zayıflamak αδυνατίζω Spor yaparak zayıfladım. (Αδυνάτισα κάνοντας σπορ)
zehirlemek δηλητηριάζω Bu vicdansız adam sokaktaki bütün hayvanları zehirledi. (Αυτός ο άκαρδος άνθρωπος δηλητηρίασε όλα τα ζώα του δρόμου)
zenginleşmek πλουτίζω Bir anda  zenginleşti. (Πλούτισε ξαφνικά)
zevk almak απολαμβάνω Beni üzmekten zevk mi alıyorsun? (Απολαμβάνεις να με στεναχωρείς;)
zorlamak δυσκολεύω, πιέζω Çocuklarınızı zorlamayın (Μην πιέζετε τα παιδιά σας)
zulmetmek βασανίζω Kimse kimseyi zulm edemez. (Κανένας δεν μπορεί να βασανίζει κανέναν)

 

Ποιοι είμαστε.

Το turkology.gr είναι ένα καινούριο site το οποίο υποστηρίζεται από ανθρώπους που αγαπούν τόσο την Τούρκικη όσο και την Ελληνική γλώσσα. Σκοπός του site είναι να διευκολύνει τους μαθητές της Τούρκικης γλώσσας σε κάθε εμπόδιο που θα συναντήσουν.

Είναι δωρεάν;

Όλα τα μαθήματα και βοηθήματα παρέχονται δωρεάν.
Ακολουθήστε μας : Twitter | Facebook
turkology.gr Copyright © 2012 All rights reserved.Developed by all-web.gr